Υπάρχουν και ευχάριστες εκπλήξεις σε αυτόν τον έρημο τον τόπο. Εκπλήξεις που αποδεικνύουν ότι «υπάρχουν περιθώρια αντίστροφης πορείας αρκεί να απελευθερωθούν δημιουργικές δυνάμεις που θα απαιτήσουν από την πολιτική εκπροσώπηση επίμονα την κατάργηση αυτού του παρασιτικού οικοδομήματος που δημιουργήθηκε χρόνια τώρα». Δανείζομαι την αποστροφή από ανακοίνωση του Συλλόγου Προσωπικού της Alpha Bank, με τίτλο «2010, η πιο κρίσιμη χρονιά για το μέλλον μας» και ημερομηνία την 4η Ιανουαρίου. Και αναφέρω το όνομα της τράπεζας, όχι διότι επιχαίρω για κάποια επιχειρηματική επιτυχία. Αντίθετα, θέλω να επισημάνω την ανάληψη μιας πρωτοβουλίας πολιτών, οι οποίοι ρισκάρουν να σκιαγραφήσουν με ορθολογισμό και δόση αυτοκριτικής τα κακώς πεπραγμένα και να διαλύσουν παράλληλα διαφόρους μύθους που ταλανίζουν το συλλογικό μας υποσυνείδητο.
Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι «βαδίζουμε σε μια βαθιά κρίση ακριβώς τώρα που στον υπόλοιπο κόσμο εμφανίζονται σημάδια ανάκαμψης», η σχετική ανακοίνωση με έναν εξαιρετικά μεστό τρόπο ξεδιπλώνει μέσα σε λίγες μόλις σειρές τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος. Κατ’ αρχήν, αναφέρεται στην οικονομική πολιτική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, που εκτίναξε το έλλειμμα της χώρας, το οποίο σήμερα «βασίζεται ολοένα και περισσότερο στους κοινοτικούς πόρους και στον δανεισμό». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ψέγει τις πολιτικές ηγεσίες του τόπου, που άνδρωσαν «έναν δεύτερο δημόσιο τομέα δίπλα στο Δημόσιο καθώς πάνω από 2000 επιτροπές έχουν συσταθεί στα υπουργεία με αμοιβές μελών που είναι αδύνατον να υπολογιστούν». Τέλος, αναφέρεται και στη θεσμική εξαθλίωση που έσυραν τη χώρα οι κυβερνήσεις της και στην ατιμωρησία που εγκαθίδρυσαν με αποτέλεσμα «οι Εφορίες, οι Πολεοδομίες και οι Νομαρχίες να χαρακτηρίζονται από τους ελεγκτές ως εκτροφεία διαφθοράς». Και καταλήγει: «Αυτή λοιπόν η χρόνια ύφεση θα εκτινάξει την ανεργία σε υψηλά μεγέθη, χωρίς τη δυνατότητα του δημοσίου τομέα να κάνει επενδύσεις ή να απορροφήσει την μεγάλη προσφορά εργασίας, εξαιτίας του υπέρογκου χρέους, οι δε ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα έχουν λόγο να υπάρξουν σε μια χώρα που δεν έχει αγορά, δεν έχει δημόσια Διοίκηση, έχει ίσως συνδικάτα που απλά παρακολουθούν και διαμαρτύρονται και πολίτες που αρνούνται να λειτουργήσουν δημιουργικά». Με δυο λόγια. Απλά και δίκαια καταμερίζονται οι ευθύνες σε πολιτικούς, πολίτες, ενώσεις εργαζομένων, προκειμένου να περιγραφεί το υπό καθεστώς χρεοκοπίας μέλλον της χώρας.
Μέχρις σε αυτό σημείο, η παραπάνω ανακοίνωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεν ενδελεχής, πλην όμως θα της έλειπε το κρίσιμο κομμάτι της αυτοκριτικής, τόσο σημαντικό για τη διασφάλιση της φερεγγυότητας του υπογράφοντος. Είναι η αυτοκριτική άλλωστε που λείπει και από το σύνολο σχεδόν των παρεμφερών δηλώσεων, που βρίθουν οιμωγών και κατηγοριών ενάντια σε όλους τους άλλους, πλην εκείνων που τις υπογράφουν. Αντίθετα, όμως, εκείνο που κάνει εντύπωση στην παρούσα τοποθέτηση είναι ο δίκαιος καταμερισμός ευθυνών και στο συνδικαλιστικό κίνημα., που όπως αναφέρεται, «δεν είναι άμοιρο ευθυνών», και το οποίο εγκαλείται να τοποθετηθεί «σ’ αυτό το εφιαλτικό τοπίο, με όρους μέλλοντος και όχι παρελθόντος». Το συνδικαλιστικό κίνημα, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους εργαζομένους, δεν μπορεί να βλέπει «αδιάφορα την κατάρρευση κλάδων ή επιχειρήσεων που οδήγησαν στην ανεργία χιλιάδες πολίτες», ούτε «να λειτουργεί με όρους ομηρίας και μονολιθικότητας», ούτε «να εμφανίζονται κάποιοι ως σωτήρες και προστάτες των εργαζομένων τη στιγμή που η κοινωνία τους έχει τοποθετήσει στο περιθώριο».
Περίεργα πράγματα να τα ακούει κάποιος από συνδικαλιστές. Και για αυτόν τον λόγο έχουν και βαρύνουσα σημασία. Για τις διεκδικήσεις της κοινωνίας. Και ασφαλώς για τον τόπο. Είναι γνωστό ότι το συνδικαλιστικό κίνημα έχει εδώ και καιρό βγει εκτός πορείας. Με απλά λόγια. Συμμετέχει στη νομή της εξουσίας, κι ας δείχνει ότι είναι απέναντι. Οι συνδικαλιστές προσποιούνται ότι θέλουν να προστατέψουν τη δημόσια περιουσία, ενώ συνήθως επιδιώκουν να προστατέψουν τον εαυτό τους από τον ανταγωνισμό. Και ασφαλώς να διαιωνίζουν τη βολή τους, όπως αυτή διασφαλίζεται από τα πολλά προνόμια που ο Ανδρέας Παπανδρέου τους παρείχε αφειδώς. Τέλος, είναι γνωστό και το ζήτημα της στρεβλής εκπροσώπησης της πραγματικής βάσης των εργαζομένων. Ενδεικτική η ελλιπής εκπροσώπηση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, που αν και υπερισχύουν αριθμητικά στην αγορά εργασίας, στην ΓΣΕΕ υποεκπροσωπούνται.
Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα νοσεί κι αυτό στον ίδιο βαθμό που πάσχει το πολιτικό σύστημα. Και τούτη η διαπίστωση έχει βαρύνουσα σημασία, διότι επηρεάζει την κοινωνική διεκδίκηση, που με τη σειρά της είναι σημαντικό κομμάτι της ίδιας της δημοκρατίας. Με αφυδατωμένη την κοινωνική διεκδίκηση και με κοινωνικά αιτήματα ανορθολογικά οικοδομημένα, ο πολίτης – εργαζόμενος παύει να διεκδικεί με αξιώσεις ένα καλύτερο μέλλον, ενώ ο συνδικαλιστής προβάλλει κυρίως ως εκπρόσωπος συντεχνιακών συμφερόντων, στην υπηρεσία του γνωστού άκρατου νεοελληνικού κορπορατισμού.
Τα προβλήματα του τόπου είναι πράγματι μεγάλα. Η ευθύνη των συλλογικών φορέων είναι κι αυτή μεγάλη. Για να αρθρώσουν όμως λόγο, πρέπει να επαναθεωρήσουν το ρόλο τους και να προσθέσουν λογική, νηφαλιότητα και λίγη κοινωνική συνείδηση. Ειδάλλως, η κρίση θα συμπαρασύρει και τους ίδιους.
*To άρθρο αυτό δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα "Η Χώρα"
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010
Ενάντια στον Συντεχνιακό Συνδικαλισμό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου